αλειτουργησία

αλειτουργησία
και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος]
νεοελλ.
1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα
2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίες
μσν.
1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών) αποκλεισμός από τη θεία λειτουργία
2. παράλειψη εκτελέσεως κάποιας εκκλησιαστικής υπηρεσίας
αρχ.
εξαίρεση από τις λειτουργίες, απαλλαγή από τις δημόσιες εισφορές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλειτουργησία — ἀλειτουργησίᾱ , ἀλειτουργησία exemption from fem nom/voc/acc dual ἀλειτουργησίᾱ , ἀλειτουργησία exemption from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτουργησίαν — ἀλειτουργησίᾱν , ἀλειτουργησία exemption from fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • aliturgesy — † aliˈturgesy Obs. 0 [ad. Gr. ἀλειτουργησία, f. ἀ priv. + λειτουργέ ειν to fill a public charge: see liturgy.] ‘A franchisement, or exemption from any publick office or charge.’ Bailey 1731; Ash 1775 …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”