- αλειτουργησία
- και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος]νεοελλ.1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίεςμσν.1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών) αποκλεισμός από τη θεία λειτουργία2. παράλειψη εκτελέσεως κάποιας εκκλησιαστικής υπηρεσίαςαρχ.εξαίρεση από τις λειτουργίες, απαλλαγή από τις δημόσιες εισφορές.
Dictionary of Greek. 2013.